-
1 καβ-βαλικός
καβ-βαλικός, ή, όν, lakonisch für καταβαλικός, der Niederwerfer, ein guter Ringer, der seine Gegner niederzuwerfen weiß, καταβάλλει; Plut. οὐδεὶς ἐγένετο καββαλικώτερος Lac. apophth. extr.; M. Anton. 7, 52 u. a. Sp.; ἡ καββαλική, die Ringerkunst, von Galen. καταβλητική erkl.
-
2 καββαλικός
καβ-βαλικός, ή, όν, lakonisch für καταβαλικός, der Niederwerfer, ein guter Ringer, der seine Gegner niederzuwerfen weiß; ἡ καββαλική, die Ringerkunst
См. также в других словарях:
καββαλικός — καββαλικός, ή, όν (Α) (λακων. τ.) 1. καταβλητικός* 2. (για παλαιστή) ικανός, άξιος να καταβάλει τον αντίπαλό του 3. (το συγκρ.) μτφ. καββαλικώτερος προθυμότερος να υποσκελίσει τον πλησίον του 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ καββαλικὴ (ενν. τέχνη) η τέχνη… … Dictionary of Greek